- γεωμέτρου
- γεωμέτρηςland-measurermasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνοψίζω — ΝΜΑ [σύνοψις] εκθέτω συνοπτικά, συγκεφαλαιώνω μσν. μέσ. συνοψίζομαι α) συναντώ κάποιον β) παρουσιάζομαι σε κάποιον («ᾐτήσατο τῷ τῶν Χαζαρῶν Χαγάνῳ συνοψισθῆναι», Θεοφάν.) αρχ. 1. παρουσιάζω κάποιον σε κάποιον άλλον 2. εκτιμώ («τὸ χῶμα ὑπὸ τοῡ...… … Dictionary of Greek